- αναπέφτω
- 1. ανακλίνομαι για ανάπαυση, ξαπλώνω2. πέφτω ανάσκελα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπέφτω — ανάπεσα και ανέπεσα, πεσμένος, πέφτω ανάσκελα: Τον βρήκαν αναπεσμένο και σε κακό χάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)